Ως εμμηνόπαυση ορίζεται το χρονικό σημείο της ζωής της γυναίκας στο οποίο δεν υπάρχει εμμηνορρυσία για 12 συνεχόμενους μήνες. Η μέση ηλικία της εμμηνόπαυσης είναι τα 51 έτη, χρόνος, όμως, που μπορεί να ποικίλλει κατά πολύ από γυναίκα σε γυναίκα (45-55). Από την άλλη πλευρά, ως πρόωρη εμμηνόπαυση ή πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια ορίζεται όταν η εμμηνόπαυση συμβαίνει πριν τα 40 έτη και απαιτεί διαφορετικό τρόπο προσέγγισης.
Η εμμηνόπαυση προκύπτει μετά από μια σύνθετη σειρά ορμονικών αλλαγών. Με την εμμηνόπαυση άμεσα σχετίζεται και η σταδιακή μείωση του αριθμού των ωοθυλακίων (περιλαμβάνουν τα ωάρια) στις ωοθήκες. Κατά τη γέννησή τους οι περισσότερες γυναίκες έχουν στις ωοθήκες περίπου 1-3 εκατομμύρια ωοθυλάκια. Ως την εφηβεία έχουν απομείνει περίπου 400.000 ενώ μετά την εμμηνόπαυση ανευρίσκονται λιγότερα από 5-10.000. Απ’ όλα αυτά τα ωοθυλάκια, περίπου 400 είναι αυτά που χρησιμοποιούνται στην ωορρηξία κατά τη διάρκεια της ζωής. Τα υπόλοιπα καταστρέφονται σταδιακά μέσω μιας διαδικασίας γνωστής ως «ατρησία».
Η εμμηνόπαυση ορίζεται ως το χρονικό σημείο στο οποίο μια γυναίκα δεν έχει περίοδο για 12 συνεχόμενους μήνες. Έτσι, γυναίκες που έχουν ξεπεράσει αυτό το σημείο χαρακτηρίζονται ως μετεμμηνοπαυσιακές, ενώ αν όχι, ως προεμμηνοπαυσιακές. Η μεταβατική περίοδος σταδιακής έκπτωσης της ορμονικής λειτουργίας πριν την εμμηνόπαυση είναι γνωστή ως «κλιμακτήριος», και μπορεί να έχει μεγάλη διάρκεια (έως και 10 χρόνια ) που διαφέρει όμως από γυναίκα σε γυναίκα.
Σε γυναίκες μεγαλύτερες των 45 ετών στην ουσία δεν χρειάζεται να γίνει καμία αιματολογική εξέταση, αφού το ιστορικό και η συμπτωματολογία αρκούν για τη διάγνωση του κλιμακτηρίου και της εμμηνόπαυσης. Σε γυναίκες μεταξύ 40-45 ετών με διαταραχές στη διάρκεια του κύκλου και κλιμακτηριακά συμπτώματα μπορεί να γίνει ορμονικός έλεγχος (μέτρηση της fsh). Γυναίκες κάτω των 40 ετών με κλιμακτηριακά συμπτώματα στις οποίες υποψιαζόμαστε πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια, υπόκεινται σε εκτενέστερο έλεγχο, αφενός για να επιβεβαιωθεί ή όχι η ανεπάρκεια, και αφετέρου για να αποκλειστούν σοβαρές καταστάσεις που μπορεί να εμπλέκονται με πρόωρη έκπτωση της ωοθηκικής λειτουργίας.
Ο ετήσιος γυναικολογικός έλεγχος και το τεστ Παπανικολάου είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της υγείας των γυναικών. Επίσης, μετά τα 40 έτη συστήνεται ετήσιος μαστογραφικός έλεγχος. Στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες λόγω της απουσίας της προστατευτικής δράσης των οιστρογόνων στα οστά πρέπει να γίνεται μέτρηση οστικής πυκνότητας για την πρόληψη της οστεοπενίας και της οστεοπόρωσης. Τέλος, η αύξηση του κινδύνου καρδιαγγειακών συμβάντων εξαιτίας της αλλαγής του λιπιδαιμικού προφίλ επιβάλλει την εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου μέσω των αντίστοιχων εξετάσεων (αιματολογικός και καρδιολογικός έλεγχος).
Η εμμηνόπαυση δεν είναι μια ασθένεια στην οποία αντιστοιχεί μια συγκεκριμένη θεραπεία. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν αρκετές εναλλακτικές λύσεις για την αντιμετώπιση των διαφόρων συμπτωμάτων, όπως των εξάψεων, που μπορεί να γίνουν ενοχλητικά στη διάρκεια της ημέρας. Άλλα φάρμακα χρησιμοποιούνται για την πρόληψη της οστεοπόρωσης ή τη ρύθμιση του επιπέδου των λιπιδίων κ.τ.λ. Βέβαια, δεν χρειάζονται όλες οι γυναίκες τις διάφορες θεραπείες κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης.
Η κύρια φαρμακευτική θεραπεία των συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης είναι η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης. Πρόκειται για σκευάσματα που περιλαμβάνουν οιστρογόνο και προγεσταγόνο ή οιστρογόνο μόνο. Η θεραπεία πρέπει να εξατομικεύεται με σκοπό τη χρήση της μικρότερης ποσότητας για το μικρότερο χρονικό διάστημα. Η τιμπολόνη είναι μια άλλη σχετικά νέα ουσία που χρησιμοποιείται στα πλαίσια της ορμονικής υποκατάστασης με αρκετά λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες σε σχέση με τα παραδοσιακά ορμονικά σκευάσματα.
Άλλες διαθέσιμες θεραπείες εστιάζουν στοχευμένα σε κάποια μόνο από τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης, όπως στις εξάψεις, την πρόληψη της οστεοπόρωσης, τις αλλαγές της διάθεσης κ.τ.λ.
Εναλλακτικές θεραπείες με φυτοοιστρογόνα δεν έχουν αποδειχτεί αποτελεσματικές, ενώ άλλες θεραπείες με βότανα δεν χαρακτηρίζονται ασφαλείς λόγω των ασαφειών στη δοσολογία, την προέλευση, τις ανεπιθύμητες ενέργειες και πιθανές αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα.
Από την άλλη, μη φαρμακευτικές τεχνικές, όπως ο βελονισμός, ο διαλογισμός κ.τ.λ. μπορεί να έχουν καλά αποτελέσματα σε κάποια από τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης.